κατιάς

κατιάς
κατιάς, -άδος
Meaning: `chirurgical lancette' (Heliod. ap. Orib. 44, 14, 4).
Derivatives: κατιάδιον (Aret., C. D. 1, 2).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prob. from καθίημι `let down (into)'; the psilosis in Ionic does not surprise.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατιάς — κατιάς, άδος, ἡ (Α) χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι γιατροί για να τεμαχίσουν και να εκβάλουν το νεκρωμένο έμβρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καθ ίημι, με ψίλωση και επίθημα ας, άδος (πρβλ. ικμ άς, ρεμβ άς)] …   Dictionary of Greek

  • κατιάδι — κατιάς lancet fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιάδος — κατιάς lancet fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιάδιον — κατιάδιον, τὸ (Α) η κατιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού τ. κατιάς, άδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”